- εὐτάκτημα
- εὐτάκτ-ημα, ατος, τό,A act of orderly behaviour, Stoic.3.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτάκτημα — εὐτάκτημα ατος, τὸ (Α) [ευτακτώ] πράξη ή ενέργεια σύμφωνα με την τάξη και την πειθαρχία … Dictionary of Greek
εὐτακτήματα — εὐτάκτημα act of orderly behaviour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)